- συνεπάδω
- ποιητ. τ. συνεπαείδω Α1. ψάλλω μαζί με κάποιον («ἰὼ νεανίδες, συνεπαείδετ' Ἄρτεμιν», Ευρ.)2. άδω συγχρόνως επωδή, λέγω μαγικές επικλήσεις ταυτοχρόνως με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπᾴδω «τραγουδώ, τραγουδώ ως επωδή, χρησιμοποιώ ξόρκια, επωδές»].
Dictionary of Greek. 2013.